φερεπτόλεμος

φερεπτόλεμος
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που γίνεται αίτιος πολέμου, που επιφέρει πόλεμο, πολεμικός («φερεπτόλεμοι νῆες» — πολεμικά πλοία, Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + πόλεμος / πτόλεμος (πρβλ. μενε-πτόλεμος, φυγο-πτόλεμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φερεπτολέμοισι — φερεπτόλεμος warlike masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Terpsimbrotos — is a type of linguistic compound (inflectional verbal compounds, German verbales Rektionskompositum ), on a par with the bahuvrihi and tatpurusha types. It is derived from a finite verbal phrase, the verbal inflection still visible at the… …   Wikipedia

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”